- ὀξίδιον
- ὀξ-ίδιον, τό, Dim. of ὄξος, PCair.Zen.527.9 (iii B. C.) : written -είδιον in Dieuch. ap. Orib.4.7.21, Suid.: pl.A
ὀξείδια Sammelb. 4425 vii 20
(ii A. D.), BGU417.31 (ii/iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀξείδια Sammelb. 4425 vii 20
(ii A. D.), BGU417.31 (ii/iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀξίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξίδια — ὀξίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξίδι — το (Μ ξίδι και ξίδιν και ὀξίδιον) ξινό υγρό που παρασκευάζεται από μία ποικιλία ποτών, και ιδίως τού κρασιού, ή άλλων αλκοολούχων διαλυμάτων με οξική ζύμωση η οποία τα μετατρέπει σε υγρά που περιέχουν οξικό οξύ και που χρησιμοποιείται ως… … Dictionary of Greek
οξ(ε)ίδιο — το (Α ὀξείδιον και ὀξίδιον) νεοελλ. χημικό σώμα που σχηματίζεται από την ένωση τού οξυγόνου με ένα στοιχείο ή με μία ρίζα (α. «βασικά οξείδια» τα ιοντικά οξείδια μετάλλων που σχηματίζουν, όταν είναι διαλυτά, αλκαλικά διαλύματα β. «όξινα οξείδια»… … Dictionary of Greek